- δυνατός
- -ή, -ό (AM δυνατός, -ή, -όνΜ και δυνατός, -όν) [δύναμη]1. αυτός που έχει δύναμη, ισχυρός2. ανθεκτικός, στερεός («δυνατό προτείχισμα, κάστρο κ.λπ.»)3. ικανός, με αξιόλογες δυνατότητες («δυνατός γιατρός»)4. αυτός που μπορεί ή ενδέχεται να γίνει, κατορθωτός5. φρ. «κατά το δυνατόν», «όσο είναι δυνατόν», «ως δυνατόν» — όσο μπορεί να γίνει, μέσα σε περιορισμένες δυνατότητεςμσν.- νεοελλ.1. θαρραλέος, γενναίος2. (για όρκο) σταθερός, ισχυρός3. (για ομιλία, λόγο) βροντερόςνεοελλ.1. αυτός που διαθέτει κύρος και ασκεί επιρροή2. (για πυρετό) υψηλός3. (για κρασί ή ποτό) με υψηλή περιεκτικότητα οινοπνεύματοςμσν.1. σκληρός, άτεγκτος2. (για τόπο) άγονος3. πολύς, υπερβολικός4. οἱ δυνατοίτάξη γαιοκτημόνων με μεγάλη ισχύ και προνόμια από το κράτος5. το ουδ. ως ουσ. το δυνατόνα) δύναμηβ) σκληρότητα.
Dictionary of Greek. 2013.